11 Μαρτίου 2013 at 17:05

Ο βασιλιάς Όθων και οι Βαυαροί ΙΙ

από
Ο βασιλιάς Όθων και οι Βαυαροί ΙΙ

Του Ρωμιού η γνώση έρχεται το τέλος

(Γουνανίν ακίλ σορανταν γκελιόρ)

Τούρκικη δημώδης φράση*

Γράφει ο Δημήτρης Τζήκας

Μετά τον εμφύλιο πόλεμο του 1832 και την αναρχία που ακολούθησε, είχε γίνει σαφές και στους πιο συνετούς δημοκράτες ότι ήταν απαραίτητη μια κεντρική εξουσία, έστω κι αν δεν ικανοποιούσε πλήρως τις προσδοκίες του πολλού λαού και των εντιμότερων πατριωτών. Παρά τις φιλελεύθερες διακηρύξεις των πρώτων συνταγμάτων του Αγώνα, η αντιπροσωπευτική δημοκρατία και το κράτος δικαίου ουδέποτε λειτούργησαν κατά τα δυτικά πρότυπα. Αν και η αίσθηση δικαίου και νόμου ήταν διάχυτη στα επαναστατημένα λαϊκά στρώματα, η κοινοτική παράδοση – με όλες τις διαφοροποιήσεις κατά τόπους και συνθήκες – ήταν το μόνο έμπρακτο παράδειγμα πολιτικής δημοκρατίας που διέθεταν. Η στοιχειώδης κοινοτική οργάνωση έσωσε πολλάκις την Επανάσταση χάρη στην αυταπάρνηση και την καρτερία χιλιάδων απλών αγροτών και χωρικών, παρότι η πλειονότητα των προκρίτων και των κλεφταρματολών συχνά δεν στάθηκαν στο ύψος των ιστορικών περιστάσεων. Υπό αυτές τις συνθήκες, η εκλογή του νεαρού Όθωνα έγινε δεκτή μάλλον με ανακούφιση αν όχι με ενθουσιασμό από το πλήθος του λαού που σήκωσε τα βάρη της Επανάστασης και του εμφύλιων συγκρούσεων. Η προίκα του ανήλικου ακόμα βασιλέως ήταν 60.000.000 φράγκα, τα οποία θα έπαιρνε το νεοσύστατο κράτος σε δόσεις, με εγγυήτριες τις τρεις μεγάλες δυνάμεις, Αγγλία, Γαλλία και Ρωσία. Όπως είναι φανερό, σε συνθήκες φτώχειας και πείνας το Βασίλειον της Ελλάδος ήταν απολύτως ευάλωτο στις παντοειδείς πιέσεις των δανειστών και των ξένων. Η  εγγύηση αφορούσε βασικά την πρώτη δόση – είκοσι εκατομμύρια φράγκα· τα υπόλοιπα θα έρρεαν στα κρατικά ταμεία μετά από διαπραγματεύσεις και αναλόγως με την πορεία των πραγμάτων. Oι σύμμαχοι δε μάς είχαν φαίνεται εμπιστοσύνη, από τότε.

Ο Καποδίστριας ήταν ο πρώτος που ζήτησε και έλαβε κεντρικές δικτατορικές εξουσίες, χωρίς να καταφέρει ωστόσο να παραδώσει μια χώρα με επαρκώς οργανωμένο κρατικό μηχανισμό. Ακολούθησαν ο Όθωνας και οι Βαυαροί, οι οποίοι κατέλυσαν κάθε έννοια δημοκρατικής και συνταγματικής τάξης.
Ο Καποδίστριας ήταν ο πρώτος που ζήτησε και έλαβε κεντρικές δικτατορικές εξουσίες, χωρίς να καταφέρει ωστόσο να παραδώσει μια χώρα με επαρκώς οργανωμένο κρατικό μηχανισμό. Ακολούθησαν ο Όθωνας και οι Βαυαροί, οι οποίοι κατέλυσαν κάθε έννοια δημοκρατικής και συνταγματικής τάξης.

Αυτό που χρειαζόταν η Επανάσταση, σε όλη τη διάρκειά της, ήταν ισχυρή πολιτική και στρατιωτική εξουσία η οποία κατ’ αρχήν θα μπορούσε να σταματήσει τις εμφύλιες συγκρούσεις που μαίνονταν, να συγκεντρώσει τις διαθέσιμες ένοπλες δυνάμεις υπό ενιαία ηγεσία και να δραστηριοποιηθεί στο μόνο πεδίο που δημιουργούσε τετελεσμένα απαραίτητα στο διπλωματικό επίπεδο: στον πόλεμο εναντίον των στρατιωτικών δυνάμεων του σουλτάνου.

Γκοβέρνο μιλιτάρε

Η πρεμούρα για σύνταγμα εξέφραζε μάλλον τις επιδιώξεις ισχύος του Μαυροκορδάτου και της αγγλικής πολιτικής. Ο τριαντάχρονος τότε ποστέλνικος, άκαπνος και απόλεμος αλλά δραστήριος, ήταν από τους λίγους άντρες της εποχής με αδιαμφισβήτητες πολιτικές και οργανωτικές ικανότητες και πλατύ πολιτικό ορίζοντα. Οι στρατιωτικές νίκες στα πεδία των μαχών εδραίωναν την Επανάσταση, ταυτόχρονα όμως δυνάμωναν τους στρατιωτικούς και εξασθένιζαν τους επήλυδες Φαναριώτες και τους προκρίτους – γαιοκτήμονες. Η στρατιωτική κυβέρνηση (γκοβέρνο μιλιτάρε) την οποία ζητούσαν κατά καιρούς ο Κολοκοτρώνης, ο Καραϊσκάκης και ο Ανδρούτσος θα ωφελούσε πιθανότατα τον αγώνα των Ελλήνων, αλλά ελάχιστοι ήταν διατεθειμένοι να δουν τον γηραιό αρχικλέφτη κυρίαρχο στην Πελοπόννησο και τον γιο της καλογριάς πανίσχυρο αρματολό στα Άγραφα· Το καλαμάρι δεν μπορούσε να τα βρει με το σπαθί. Οι πρόκριτοι και οι κλεφταρματολοί που συμμετείχαν στην Επανάσταση επιδίωκαν μάλλον μια χαλαρή συνομοσπονδία, στην οποία θα διατηρούσαν σαφώς την ανώτερη κοινωνική θέση τους, παρά ένα ευνομούμενο κράτος που θα έδινε μαζικά το (πρωτάκουστο) δικαίωμα του πολίτη στους επαναστατημένους ραγιάδες. Οι τουρκομαθημένοι κοτσαμπάδηδες δεν ήταν διατεθειμένοι να παραχωρήσουν τα προνόμιά τους – αποτελούσαν μέρος του Οθωμανικού μηχανισμού εξουσίας – και οι αρματολοί δεν θα υποτάσσονταν εύκολα σε μια κεντρική επαναστατική κυβέρνηση· κάθε καπετάνιος και κλέφτης ήθελε να ορίζει τον τόπο του.

Ο Καποδίστριας ήταν ο πρώτος που ζήτησε και έλαβε κεντρικές δικτατορικές εξουσίες, χωρίς να καταφέρει ωστόσο να παραδώσει μια χώρα με επαρκώς οργανωμένο κρατικό μηχανισμό. Ακολούθησαν ο Όθωνας και οι Βαυαροί, οι οποίοι κατέλυσαν κάθε έννοια δημοκρατικής και συνταγματικής τάξης. Τα πολιτικά όνειρα του κυβερνήτη απείχαν πολύ από τα κηρύγματα του διαφωτισμού και της Γαλλικής Επανάστασης που είχαν εμπνεύσει το Ρήγα και τους συντρόφους του. Ο αρχοντοθρεμμένος Κερκυραίος, παρά τις ομολογουμένως αγαθές προθέσεις του και το παράδειγμα προσωπικής λιτότητας που έδινε, έκανε ό,τι μπορούσε για να καταπνίξει και τις τελευταίες “δημοκρατικές” εστίες στο νεοσύστατο κρατίδιο: ζορ ζορνά διόρισε τους τοπικούς άρχοντες στις κοινότητες και προχώρησε σε ευρεία φανερή καλπονοθεία με κλειστούς καταλόγους υποψηφίων και εκλογέων που συνέτασσε ο ίδιος. Χρησιμοποίησε μάλιστα παντελώς ακατάλληλα άτομα, μεταξύ αυτών και τους ανεκδιήγητους και λαομίσητους αδερφούς του Βιάρο και Αυγουστίνο. Τους αγαπούσε δε τόσο, ώστε να τους διατηρεί σε σημαντικά αξιώματα, παρά τη σωρεία παραπόνων και των καταγγελιών  που εκφράστηκαν εναντίον τους…  Ο ίδιος ίδρυσε έκτακτα δικαστήρια υπό τον πλήρη έλεγχό του, διόριζε επίσης τους δικαστές – οι οποίοι δεν ήταν μόνιμοι -, κατήργησε τα ορκωτά λαϊκά δικαστήρια που λειτουργούσαν μάλλον αποτελεσματικά μέχρι τότε και δεν συγκρότησε σοβαρό τακτικό εθνικό στρατό, τη μόνη δύναμη που μπορούσε να εξασφαλίσει στοιχειώδη τάξη και ασφάλεια.

Οι Βαυαροί, τυπικά και ουσιαστικά, κατάργησαν το παλαιόν δημώδες σύστημα. Μεταξύ άλλων, ο επί των Εσωτερικών υπουργός μπορούσε να παύει τους τοπικούς άρχοντες:

“Η αντιβασιλεία κατ’ ουσίαν κατήργησε το παλαιόν δημώδες σύστημα και αντικατέστησεν αυτό δια κοινοτικού οργανισμού, επιτρέποντος εις τον λαόν μόνον μικράν μερίδα εις τον διορισμόν των κατωτάτων υπαλλήλων εις τας επαρχίας. Ο λαός απεστερήθη την δύναμιν του να εκλέγη απ’ ευθείας τον κύριον άρχοντα του ή δήμαρχον. Ολιγαρχικός εκλεκτικός σύλλογος εσχηματίζετο όπως υποδεικνύη τρεις υποψηφίους, και ο Βασιλεύς εξέλεγεν ένα εκ των τριών ως δήμαρχον. Ο επί των Εσωτερικών υπουργός περιεβάλλετο την εξουσίαν να παύη τους δημάρχους από του αξιώματός των, ως διοικητικήν ποινήν. Κατ’ αυτόν τον τρόπον, το πρόσωπον το όποιον εφαίνετο να είνε λαϊκός και δημοτικός οφφικιούχος μετεβάλλετο πράγματι εις όργανον της κεντρικής κυβερνήσεως. Οι δήμαρχοι από τούδε εβιάζοντο να εκτελώσι τα χρέη αναξίων και διεφθαρμένων νομαρχών, και να χρησιμεύωσιν ως αποπομπαίοι τράγοι δια τας κακάς πράξεις των. Το σύστημα το εισαχθέν υπό της αντιβασιλείας δυνατόν να είχε την αξίαν του, αλλ’ είνε ακυρολεξία να καλήται δημοτικόν σύστημα.”

Στρατιωτικός επιθεωρητής επί Καποδίστρια (1829) διορίστηκε ο Γάλλος αξιωματικός Γεράρδος. Ενώπιον του κυβερνήτη παρατάχθηκαν σε επιθεώρηση είκοσι τάγματα με τέσσερις λόχους το καθένα, συνολικά 1.500 άνδρες. Οχτώ χιλιάδες έμπειροι αρματολοί υπό τον Υψηλάντη έμειναν επί επτά μήνες εν άκρα αργία, αν και οι Τούρκοι διέθεταν στη Στερεά Ελλάδα μόλις 4.000 άνδρες.[1] Καμιά εξουσία δεν μπορούσε βεβαίως να μετατρέψει ως δια μαγείας ανθρώπους του σκοινιού και του παλουκιού σε φιλόπονους καλλιεργητές γης ή αγαθούς κτηνοτρόφους. Ωστόσο, 0ι πλεονάζοντες αξιωματικοί μπορούσαν να ενταχθούν στον κρατικό μηχανισμό με την ίδρυση μόνιμης Αγρονομίας ή Αγροφυλακής, η οποία θα αποτελούσε ταυτόχρονα και τον κρατικό φοροεισπρακτικό μηχανισμό. Όπως μαρτυρείται σε πλήθος πηγές, οι φτωχοί αγρότες υπέφεραν τα πάνδεινα όχι μόνο από τους Οθωμανούς αξιωματούχους αλλά και από τους Έλληνες ή Αλβανούς που αναλάμβαναν εργολαβικά την είσπραξη του φόρου της δεκάτης. Εάν ο Καποδίστριας καταργούσε αυτό το ούτως ή άλλως αντιπαραγωγικό σύστημα – ήταν μάλλον αδύνατο να μεταρρυθμιστεί – αυτομάτως θα αποδυνάμωνε τους κάθε λογής καπεταναίους φοροεισπράκτορες και τα ασύδοτα ένοπλα τσούρμα τους και -το βασικότερο- θα κέρδιζε την αμέριστη εμπιστοσύνη του λαού, ο οποίος είχε απηυδήσει με την ιδιοτέλεια των παλιών αρχόντων και θα δήλωνε πίστη σε οποιαδήποτε στοιχειωδώς χρηστή διοίκηση, ακόμα και ξένη.

Στα πρώτα χρόνια της Αντιβασιλείας το πρόβλημα των ενόπλων ατάκτων εντείνεται.  Σύμφωνα με το Γερμανό ιστορικό Καρλ Μέντελσον Μπαρτόλντι, στη χώρα βρίσκονται 2.000 Ρουμελιώτες, 500 Σουλιώτες, 600 Ηπειρώτες και Θεσσαλοί, 800 Κρήτες και 600 Αλβανοί. Κατά τον λεπτομερέστατο και αυτόπτη ιστορικό Φίνλεϊ, 6.000 αρματολοί καταγράφηκαν μόνο στη Βόρεια Ελλάδα από τον Καποδίστρια, παρά τις σοβαρές απώλειες στη διάρκεια της Επανάστασης και στον ηρωικό αγώνα του Μεσολογγίου. Είναι βεβαίως γνωστό και τεκμηριωμένο ότι οι ελεύθεροι πολιορκημένοι έμειναν αβοήθητοι από πλήθη ελληνικών και σύμμαχων δυνάμεων, οι οποίες μπορούσαν να τσακίσουν τις δυνάμεις του Κιουταχή μπροστά στις ντάπιες της πολιορκούμενης πολίχνης. Τα στρατεύματα ήταν μεν αξιόμαχα, πλην όμως δεν ήσαν τακτικά και πειθαρχημένα, ούτε είχαν ικανή και ανιδιοτελή στρατιωτική ηγεσία…

Ο Γεώργιος Λουδοβίκος φον Μάουρερ (γερμ. Georg Ludwig von Maurer, 1790-1872) ήταν επιφανής Βαυαρός νομομαθής, καθηγητής του Πανεπιστημίου του Μονάχου, μέλος της Βασιλικής Ακαδημίας, ισόβιος σύμβουλος του κράτους της Βαυαρίας και μέλος της τριμελούς Αντιβασιλείας του Όθωνα στο νεοσύστατο Βασίλειο της Ελλάδος
Ο Γεώργιος Λουδοβίκος φον Μάουρερ (γερμ. Georg Ludwig von Maurer, 1790-1872) ήταν επιφανής Βαυαρός νομομαθής, καθηγητής του Πανεπιστημίου του Μονάχου, μέλος της Βασιλικής Ακαδημίας, ισόβιος σύμβουλος του κράτους της Βαυαρίας και μέλος της τριμελούς Αντιβασιλείας του Όθωνα στο νεοσύστατο Βασίλειο της Ελλάδος

Εν πάση περιπτώσει, η απουσία ισχυρής κεντρικής εξουσίας απασχόλησε και τους Βαυαρούς οι οποίοι έφεραν μαζί τους 3.500 μισθοφόρους, τυχοδιώκτες και εκ των χειρότερων καθαρμάτων, όπως σχολιάζει πηγή της εποχής. Το πρώτο υπουργικό συμβούλιο της αντιβασιλείας (Τρικούπης ως πρόεδρος,  Μαυροκορδάτος,  Προΐδης,  Ψύλλας και Κωλέττης) εξέδωσε δύο διατάγματα στις 14 Μαρτίου 1833 με τα οποία διέλυε επισήμως τα σώματα των ατάκτων, οι οποίο αποκαλούνταν περιφρονητικά και συλλήβδην ληστές. Χιλιάδες απόμαχοι αγωνιστές – αγρότες, χωρικοί και πρώην κλέφτες – βρίσκονταν σε άθλια οικονομική κατάσταση και οι περισσότεροι οδηγούνταν αναγκαστικά στη ληστεία και την αρπαγή, προκειμένου να επιβιώσουν. Στα τέλη του 1834, το ελληνικό στράτευμα αριθμούσε συνολικά περίπου 10.000 στρατιώτες:

“O εθνικός στρατός έλαβε τάχιστα καλήν οργάνωσιν εν τω τύπω. Κατ’ αριθμόν ήτο περιττώς ισχυρός. Υπέρ τας πέντε χιλιάδας Βαυαρών εστρατολογήθησαν εις την Ελληνικήν υπηρεσίαν προ του τέλους του έτους 1834, και σχεδόν άλλοι τόσοι Έλληνες στρατιώται ετηρούντο υπό τα όπλα. Η πολυάριθμος αυτή δύναμις ουδέποτε ήχθη εις αξιόμαχον κατάστασιν. Η φατρία και η συναλλαγή εντός ολίγου διέφθειραν τον οργανισμόν της. Η αντιβασιλεία ησχύνετο να δημοσίευση στρατιωτικόν κατάλογον. Οι προβιβασμοί απενέμοντο λίαν αφειδώς εις νεαρούς Βαυαρούς, ενώ Έλληνες και Φιλέλληνες μακράς υπηρεσίας έμενον αχρησιμοποίητοι. Ήτο σοβαρόν σφάλμα εκ μέρους του Άϊδεκ να παραλίπη όπως προσδιορίση τον βαθμόν και εξακρίβωση την θέσιν και την υπηρεσίαν των Ελλήνων αξιωματικών οίτινες είχον υπηρετήσει κατά την Επανάστασιν, δια της δημοσιεύσεως επισήμου στρατιωτικού καταλόγου, ενώ η προσωπική ταυτότης των λαβόντων μέρος εις πάσαν συμπλοκήν ήτο λίαν γνωστή.

Ο θεατρικός συγγραφέας Μιχαήλ Χουρμούζης (1804-1882) γράφει σχετικά:

«Δ. Ε, Καπετάνιε μου, τώρα δεν σ’ ερωτάνε αν έφαγες Τουρκιά,

αν έκοψες Πασάδες, και αν έπιασες Βεζύρηδες,

έχεις κανένα τρανό φίλο, έχεις γράμμα στην τζέπη,

ξεύρεις φράγκικα, βγάζεις το καπέλο σου ως κάτω;

να το για μια το υπούργημα•

αυτά έκαμαν και τον καημένον τον Έλληνα να πιάσει τα βουνά και την ξενία.»

Μανιάτες σε καραούλι, ξυλογραφία
Μανιάτες σε καραούλι, ξυλογραφία

Παράσημα τους Σωτήρος

Η γη παραμένει εν πολλοίς ακαλλιέργητη, ενώ οι Βαυαροί μοιράζουν αφειδώς παχυλούς μισθούς σε νεοφερμένους νεαρούς τυχοδιώκτες οι οποίοι περιφρονούσαν ανοιχτά και χλεύαζαν τους ντόπιους. Ο Άγγλος Άρμανσμπρεργ, την ίδια περίοδο,  έβρεχε παράσημα τους Σωτήρος σε διπλωμάτες και προβιβασμούς σε άκαπνους Βαυαρέζους. Το Μάιο του 1833, τριακόσιοι παλιοί στρατιώτες, πεινασμένοι και άοπλοι,  φάνηκαν μπροστά στα τείχη του Ναυπλίου ζητώντας ψωμί. Η αντιβασιλεία τούς υποσχέθηκε λίγο αλεύρι και εκείνοι επέστρεψαν στο Άργος, φέρνοντας στους δικούς τους την είδηση. Μετά από δύο εβδομάδες, όταν νέα επιτροπή αγωνιστών έφθασε στο Ναύπλιο, η αντιβασιλεία αντέδρασε σκαιότατα και έστειλε στο Άργος δύο λόχους βαυαρικού στρατού για να διαλύσουν τους συγκεντρωμένους ατάκτους. Οι παλιοί αγωνιστές μάλλον χαρίστηκαν στους υπερόπτες Βαυαρούς και αντί να τούς παρασύρουν στα στενά της Νεμέας και της Κορίνθου,  υποχώρησαν προς το Άργος χωρίς να χτυπήσουν:

“Η πρόσκληση ήταν ανωφελής και επικίνδυνη. Η αντιβασιλεία δεν έπρεπε να σπρώξει στην απελπισία τους πεινασμένους εκείνους και πιστούς στρατιώτες της πατρίδας. Αλλά και πάλι η φρόνηση πρυτάνευσε στις καρδιές των παλικαριών. Αντί να παρασύρουν τους Βαυαρούς στις δύσβατες στενοπορίες της Νεμέας και της Κορίνθου, προτίμησαν να υποχωρήσουν στα περίχωρα του Άργους κι έτσι η πορεία των Βαυαρών φάνταξε σαν στρατιωτικός θρίαμβος.” [1]

Όπως εξελίχθηκαν τα πράγματα, η έλλειψη εθνικού τακτικού στρατού φάνηκε χρήσιμη σε αρκετούς: ο Καποδίστριας ήθελε τα πάντα προσωρινά και ουδόλως επιθυμούσε έναν επιπλέον ισχυρό στρατιωτικό πόλο εξουσίας. Ο ραδιούργος Κωλέττης και η φατρία του – το κόμμα της μοσχομάγκας – στρατολογούσε ανέτως ενόπλους για να καταστείλει υποτίθεται τη ληστεία και τις ανταρσίες, ενώ η διαγωγή των ίδιων αυτών στρατολογημένων έπειθε και τους πιο καλόπιστους ξένους ότι οι άτακτοι μόνο κατ’ όνομα διέφεραν από τους ληστές. Άπαντες σχεδόν δήλωναν ψευδώς πολλαπλάσιους στρατιώτες και εισέπρατταν ανάλογους λουφέδες. Ολόκληρα κυβερνητικά στρατιωτικά σώματα αφήνονταν επί μήνες χωρίς μισθούς και σιτηρέσια, ενώ οι χαμηλές συντάξεις των εκπατρισθέντων Σουλιωτών και άλλων παλαίμαχων του Αγώνα καθυστερούσαν συστηματικά· τα πνεύματα ήταν οξυμένα: έντονες διαμαρτυρίες και ένοπλες εξεγέρσεις εκδηλώνονταν σε ολόκληρη σχεδόν τη χώρα. Όπως ήταν αναμενόμενο, στις ταραχές και τις λεηλασίες συμμετείχαν και πλήθη χασίμισθων στρατιωτών οι οποίοι συγκυριακά συντάχθηκαν με τα αιτήματα των φτωχών ακτημόνων γεωργών, ενώ ζούσαν ουσιαστικά μέχρι τότε εις βάρος τους. Ιδιαίτερη  πολιτική σημασία είχαν οι εξεγέρσεις στη Μεσσηνία και την Αρκαδία το 1834 και η επανάσταση της Ακαρνανίας (1836). [2]

Η εξέγερση στη Μάνη

Οι Βαυαροί είχαν την ατυχή έμπνευση να γκρεμίσουν όλους τους οχυρωμένους πύργους ανά την Ελλάδα (εφαντάσθησαν ότι η καταστροφή όλων των πύργων εν Ελλάδι θα επέφερε βεβαίαν και μόνιμον τάξιν εν τη χώρα). Στα πεδινά η επιχείρηση στέφθηκε με μερική επιτυχία· στη φιλοπόλεμη Μάνη όμως τα μπαγιονέτα των Βαυαρών συνάντησαν ισχυρή οργανωμένη αντίσταση:

“Tω 1834 επανάστασις συνέβη εν Μάνη, λαβούσα χαρακτήρα εμφυλίου πολέμου. Προήλθε δε από εν παράτολμον και μακρόν μέτρον της αντιβασιλείας. Δι’ έλλειψιν ασφαλείας επί γενεάς γενεών είχον αναγκασθή οι γαιοκτήμονες εις το μεγαλείτερον μέρος της Ελλάδος να κατοικώσιν εις πύργους ικανούς προς άμυναν κατά των ληστών. Οι πύργοι ούτοι ουδέν άλλο ήσαν ειμή λίθιναι οικίαι, άνευ παραθύρων εις το κάτω πάτωμα, η μόνη δε πρόσοδος ήτο διά λιθίνης κλίμακος απεσπασμένης από του κτιρίου και συναπτομένης δια κινητής ξύλινης γέφυρας προς την θύραν την εις το άνω πάτωμα. Εν Μάνη οι πύργοι ούτοι ήσαν πολυάριθμοι. Τα μέλη της αντιβασιλείας απέδωκαν τας έχθρας και την αιματοχυσίαν την κρατούσαν εις το ορεινόν και δυσπρόσιτον εκείνο διαμέρισμα εις τους πύργους, αντί να θεωρήσωσι τους πύργους ως αναγκαίαν συνέπειαν των εχθροπαθειών. Εφαντάσθησαν ότι η καταστροφή όλων των πύργων εν Ελλάδι θα επέφερε βεβαίαν και μόνιμον τάξιν εν τη χώρα. Εις τας πεδιάδας τούτο ευκόλως κατωρθώθη. Φιλήσυχοι γαιοκτήμονες εβιάσθησαν να μισθώσωσιν εργάτας προς κατεδάφισιν των οικιών των, αντί να μισθώσωσιν εργάτας προς επισκευήν αυτών. Συνέπεια δε τούτου υπήρξε το ότι ο φόβος των επιθέσεων διαλελυμένων ατάκτων και επικηρύκτων ληστών είλκυσε πολλούς πλουσίους γαιοκτήμονας εις τας πλησιεστέρας πόλεις, και πολλοί εγκατέλιπον τας γεωργικάς βελτιώσεις τας οποίας είχον αρχίσει.”

 Οι ιδιοκτήτες των πύργων δήλωσαν στους Βαυαρούς ότι ήταν πρόθυμοι να τους κατεδαφίσουν, αρκεί να το έκαναν όλοι ταυτόχρονα.

“Εν Μάνη αι διαταγαί της αντιβασιλείας αναφανδόν ηθετήθησαν. Πας ιδιοκτήτης πύργου ναι μεν, εδήλωσεν ότι δεν είχεν αντιρρήσεις κατά της κατεδαφίσεώς του, αλλά προσεκάλει την κυβέρνησιν να καταστρέψη όλους τους πύργους τους εν Μάνη συγχρόνως, άλλως ουδενός η ζωή και η περιουσία θα ήτο ασφαλής. Μερικοί προύχοντες υπεκρίθησαν ότι είνε λίαν πιστοί και λίαν πρόθυμοι προς κατεδάφισιν των πύργων. Βαυαρικά στρατεύματα εβάδισαν έσω της χώρας, όπως βοηθήσωσι τούς προύχοντας τούτους να κατεδαφίσωσι τους πύργους εαυτών και τους των εχθρών των. Η εμφάνισις των Βαυαρών ήγαγε τους πολλούς των αρχόντων της Μάνης να σχηματίσωσι σύνδεσμον όπως αντισταθώσι κατά των επιδρομέων. Εις τον λαόν διηγήθησαν ότι οι ξένοι ήλθον εις τα όρη δια να καταστρέψουν τα μοναστήρια, να φυλακώσουν τους εντοπίους καλογήρους εις απωτέρας μονάς και κατάσχωσι τα εκκλησιαστικά εισοδήματα προς χρήσιν της βασιλικής κυβερνήσεως.”

Ο πατέρας του Όθωνα, Λουδοβίκος Α΄ της Βαυαρίας (γερμανικά: Ludwig I, 25 Αυγούστου 1786, Στρασβούργο – 29 Φεβρουαρίου 1868, Νίκαια).Ήταν βασιλιάς της Βαυαρίας από 1825 μέχρι τις επαναστάσεις του 1848 στα γερμανικά κράτη
Ο πατέρας του Όθωνα, Λουδοβίκος Α΄ της Βαυαρίας (γερμανικά: Ludwig I, 25 Αυγούστου 1786, Στρασβούργο – 29 Φεβρουαρίου 1868, Νίκαια).Ήταν βασιλιάς της Βαυαρίας από 1825 μέχρι τις επαναστάσεις του 1848 στα γερμανικά κράτη

Μία σβάντσικα ο Βαυαρέζος

Στη διάρκεια των συγκρούσεων, ένα ολόκληρο ημιτάγμα Βαυαρών στρατιωτών αιχμαλωτίστηκε ολόκληρο από τους σκληροτράχηλους Μανιάτες:

“Πολλοί συμπλοκαί συνέβησαν. Βαυαρός τις αξιωματικός, όστις επροχώρησε παρατόλμως ανά τας κλεισωρείας μετά ημιτάγματος, περιεκυκλώθη. απεκόπη του ύδατος, κ’ έβιάσθη να παραδοθή εις το έλεος του εχθρού. […] Η ήττα αυτή διέλυσε την πεποίθησιν περί του αήττητου των τακτικών στρατευμάτων, ήτις είχε διαδοθή δια της ευτόλμου διαγωγής των Γάλλων εις Άργος.”

Πύργοι-σπίτια στη Μάνη σήμερα**
Πύργοι-σπίτια στη Μάνη σήμερα**

Νέες δυνάμεις στράφηκαν εναντίον της Μάνης με πενιχρά μάλλον αποτελέσματα. Η τάξη επανήλθε μόνο μετά την αποχώρηση των Βαυαρών και αφού σχηματίστηκε τάγμα Μανιατών προς διατήρηση της τάξης:

“Η αντιβασιλεία δεν ηδύνατο ν’ ανεχθή ώστε ο πόλεμος να λήξη με τοιαύτην ήτταν. Νέα στρατεύματα διεχύθησαν εις Μάνην, ισχυραί θέσεις κατελήφθησαν, τα εχθρικά μέρη απεκόπησαν πάσης συγκοινωνίας προς την θάλασσαν, και χρήματα εστάλησαν προς δωροδόκησιν τινών των αρχόντων. Ολίγοι πύργοι ανήκοντες εις τους προύχοντας τούς μάλλον απεχθείς προς την κυβέρνησιν κατεστράφησαν δια βίας και τίνες κατηδαφίσθησαν τη συναινέσει των ιδιοκτητών, λαβόντων πριν αποζημίωσιν. Το μεν δια παραχωρήσεων, το δε δια δωροδοκίας, και εν μέρει δια βίας, η ησυχία επανωρθώθη. Άλλ’ η υποταγή της Μάνης εις την αντιβασιλείαν επετεύχθη μόνον δι’ αποχωρήσεως των Βαυαρικών στρατευμάτων και σχηματισμού τάγματος Μανιατών προς διατήρησιν της τάξεως εν τη χώρα. Ο Μάουρερ ισχυρίζεται ότι οι Μανιάται μετέβαλον τους πύργους των εις συνήθεις οικίας· πας όστις επισκέπτεται την Μάνην, και μετά τέταρτον αιώνος έκτοτε, θα ιδή ότι ο ισχυρισμός ούτος είνε ανακριβής. [2]

Τα πυργόσπιτα έμειναν γενικώς στη θέση τους και οι νικηφόροι Μανιάτες, αφού γύμνωσαν τους αιχμαλώτους, τούς πούλησαν στην κυβέρνηση έναντι ευτελούς ποσού: μίαν σβάντσικαν ο Βαυαρέζος.

[Ακούστε: “Τα πουλιά του Μάη” Παραδοσιακό τραγούδι της Μάνης]

Πηγές και ενδεικτική βιβλιογραφία

[1] Μέντελσον Μπαρτόλντι, Επίτομη Ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης, εκδ. Ελευθεροτυπία. Πρωτοεκδόθηκε στα 1870.

[2] Γεωργίου Φίνλεϋ: Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως Μετάφραση: Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης,  Φιλολογική επιμέλεια: Άγγελος Μαντάς, Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων.

[3] Ιστορία του Νέου Ελληνισμού 1770 – 2000, τόμος 4ος, εκδ. Ελληνικά Γράμματα

 * Την παροιμία αναφέρει ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης στο Γείτονα με το λαγούτο. Το απόσπασμα έχει ως εξής:

— Έχουν αξία όλα τ’ άλλα πράγματα, κυρά μου, εις έναν κόσμο, που μόνον οι παράδες έχουν τιμή; … Αχ! κεφάλι, κεφάλι, που θέλεις χτύπημα στον τοίχο αυτόν τον ραγισμένο, στο ντουβάρι, αυτό το μουχλιασμένο, το βρώμικο … Πότε θα βάλεις γνώση; … Έπρεπε να ζει διακόσια, πεντακόσια χρόνια ένας άνθρωπος, για να μπορέσει να καταλάβει καλά τον κόσμο… Σαν ξαναγένω νύφη, ξέρω και καμαρώνω … Καλά το λεν οι Αγάδες εκεί πέρα — μωρέ, πού είστε, τ’ άγια χώματα; … Του Ρωμιού η γνώση ύστερα έρχεται … Γιουννανίν ακίλ σοραντάν γκελίορ!

**Η φωτογραφία με τα πυργόσπιτα είναι από εδώ: http://www.unf.edu/floridahistoryonline/Turnbull/letters/3.htm

(Εμφανιστηκε 3,515 φορές, 1 εμφανίσεις σήμερα)

Δείτε ακόμη:

2 Σχόλια

  1. Pingback: Ο βασιλιάς Όθων και οι Βαυαροί I - Ερανιστής

Κάντε ένα σχόλιο

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.